Ακουστικός στα λευκορωσικά

Μετάφραση: ακουστικός, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
слыхавы, слыхавой, слыхавымі, слухавы, слыхавай
Ακουστικός στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ακουστικός

ακουστικός φλοιός, ακουστικός σχεδιασμός και πολυμέσα, ακουστικόσ αφρόσ, ακουστικός μετεωρισμός, ακουστικόσ σχεδιασμόσ χώρων, ακουστικός λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ακουστικός στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • ακουμπώ στα λευκορωσικά - закрануць, крануць, дакрануцца, дакрануцца да
  • ακουστική στα λευκορωσικά - акустыка
  • ακούσιος στα λευκορωσικά - міжвольны
  • ακούω στα λευκορωσικά - чуць, слухаць, слушать
Τυχαίες λέξεις
Ακουστικός στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: слыхавы, слыхавой, слыхавымі, слухавы, слыхавай