Αλεπού στα δανικά

Μετάφραση: αλεπού, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
ræv, fox, ræven, ræve
Αλεπού στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αλεπού

αλεπού fennec, αλεπού ζουζούνια, αλεπού κατοικίδιο, αλεπού ονειροκρίτης, αλεπού και λελέκι, αλεπού λεξικό γλώσσας δανικά, αλεπού στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αλγεινός στα δανικά - smertelig, følsom, øm, smertefulde, smertefuld, smertefuldt, ondt, ...
  • αλεξίπτωτο στα δανικά - faldskærm, faldskærmen, parachute
  • αλεύρι στα δανικά - mel, mel af, af mel
  • αληθής στα δανικά - ægte, sand, sandt, true, sande, rigtigt
Τυχαίες λέξεις
Αλεπού στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: ræv, fox, ræven, ræve