Αλεπού στα ουκρανικά
Μετάφραση: αλεπού, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лисиця, лис, лиса
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αλεπού
αλεπού fennec, αλεπού ζουζούνια, αλεπού κατοικίδιο, αλεπού ονειροκρίτης, αλεπού και λελέκι, αλεπού λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αλεπού στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αλγεινός στα ουκρανικά - тяжкий, хворобливий, рана, неприємний, болючий, хворий, болісний, ...
- αλεξίπτωτο στα ουκρανικά - парашут, парашутний, парашют
- αλεύρι στα ουκρανικά - борошно, порошок
- αληθής στα ουκρανικά - правдивий, тьохкання, справжній, правильний, відданий, вірно, правильно, ...
Τυχαίες λέξεις
Αλεπού στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: лисиця, лис, лиса
Μεταφράσεις: лисиця, лис, лиса