Αμπέλι στα δανικά

Μετάφραση: αμπέλι, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
vingård, vingården, vinmark, vingårdens, vinbrug
Αμπέλι στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμπέλι

αμπέλι παροιμίες, αμπέλι μου πλατύφυλλο, αμπέλι vqprd, αμπέλι αειθαλές, αμπέλι καλλιέργεια, αμπέλι λεξικό γλώσσας δανικά, αμπέλι στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αμοιβαίος στα δανικά - fælles, gensidig, gensidige, den gensidige, indbyrdes
  • αμπάρι στα δανικά - bevare, holde, få, hold, holder, afholde, at holde
  • αμυγδαλή στα δανικά - amygdala, amygdalaen
  • αμυδρά στα δανικά - dim, dæmpe, dæmpes, dæmpet, svagt
Τυχαίες λέξεις
Αμπέλι στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: vingård, vingården, vinmark, vingårdens, vinbrug