Αμπέλι στα ολλανδικά

Μετάφραση: αμπέλι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
wijngaard, wijngaarden, wijn gaard, de wijngaard, wijngaard van
Αμπέλι στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμπέλι

αμπέλι παροιμίες, αμπέλι μου πλατύφυλλο, αμπέλι vqprd, αμπέλι αειθαλές, αμπέλι καλλιέργεια, αμπέλι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμπέλι στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμοιβαίος στα ολλανδικά - alledaags, gemeenschappelijk, wederkerig, algemeen, onderling, wederzijds, wederzijdse, ...
  • αμπάρι στα ολλανδικά - bespreken, bestellen, aanhouding, oponthoud, dragen, verlet, verlating, ...
  • αμυγδαλή στα ολλανδικά - amygdala, de amygdala, amandelkern
  • αμυδρά στα ολλανδικά - verduisteren, schemerig, vaag, dof, donker
Τυχαίες λέξεις
Αμπέλι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: wijngaard, wijngaarden, wijn gaard, de wijngaard, wijngaard van