Αμπέλι στα πολωνικά

Μετάφραση: αμπέλι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
winnica, winnic, winnicy, vineyard
Αμπέλι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμπέλι

αμπέλι παροιμίες, αμπέλι μου πλατύφυλλο, αμπέλι vqprd, αμπέλι αειθαλές, αμπέλι καλλιέργεια, αμπέλι λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμπέλι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αμοιβαίος στα πολωνικά - obopólny, wzajemny, obustronny, wspólny, wzajemnego, wzajemne, wzajemnej
  • αμπάρι στα πολωνικά - ładownia, postanawiać, posiadać, przetrzymywać, trzymać, zgotować, czekać, ...
  • αμυγδαλή στα πολωνικά - migdał, migdałek, ciało migdałowate, ciała migdałowatego, jądro migdałowate
  • αμυδρά στα πολωνικά - ogólnikowo, niejasno, przyciemniony, ściemniać, przyciemniać, przyćmić, przygasać
Τυχαίες λέξεις
Αμπέλι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: winnica, winnic, winnicy, vineyard