Αμύγδαλο στα δανικά
Μετάφραση: αμύγδαλο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
mandel, mandler, mandelolie, almond
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύγδαλο
αμύγδαλο βραζιλίας, αμύγδαλο ιδιότητες, αμύγδαλο θρεπτική αξία, αμύγδαλο θερμίδες, αμύγδαλο φιλέ, αμύγδαλο λεξικό γλώσσας δανικά, αμύγδαλο στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμφισημία στα δανικά - tvetydighed, uklarhed, flertydighed, tvetydigheder, tvetydigheden
- αμόνι στα δανικά - ambolt, ambolten, amboltens
- αμύνομαι στα δανικά - forsvare, forsvare mig, at forsvare mig, værge mig
- αν στα δανικά - dersom, hvis, om, såfremt
Τυχαίες λέξεις
Αμύγδαλο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: mandel, mandler, mandelolie, almond
Μεταφράσεις: mandel, mandler, mandelolie, almond