Αμύγδαλο στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμύγδαλο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
amandel, amandelen, amandel-, amandelbomen
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμύγδαλο
αμύγδαλο βραζιλίας, αμύγδαλο ιδιότητες, αμύγδαλο θρεπτική αξία, αμύγδαλο θερμίδες, αμύγδαλο φιλέ, αμύγδαλο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμύγδαλο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμφισημία στα ολλανδικά - dubbelzinnigheid, ambiguïteit, onduidelijkheid, dubbelzinnig, ondubbelzinnig
- αμόνι στα ολλανδικά - aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil
- αμύνομαι στα ολλανδικά - verweren, verdedigen, mezelf te verdedigen
- αν στα ολλανδικά - zo, wanneer, of, indien, als, ingeval
Τυχαίες λέξεις
Αμύγδαλο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: amandel, amandelen, amandel-, amandelbomen
Μεταφράσεις: amandel, amandelen, amandel-, amandelbomen