Ανανέωση στα δανικά
Μετάφραση: ανανέωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fornyelse, forlængelse, fornyelsen, fornyelse af, fornyet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανανέωση
ανανέωση ταυτότητας, ανανέωση cosmote, ανανέωση διπλώματος οδήγησης τιμη, ανανέωση διπλώματος, ανανέωση βιβλιαρίου ικα 2014, ανανέωση λεξικό γλώσσας δανικά, ανανέωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- αναμφισβήτητα στα δανικά - ubestrideligt, uomtvisteligt, tvivl, ubestridt, utvivlsomt
- αναμόρφωση στα δανικά - reformation, reformationen, gendannelse, gendannelse af, Reformationens
- ανανεώνω στα δανικά - opdateringshastighed, refresh, opdateringshastigheden, opdateringsfrekvens, på Opdater
- ανανεώσιμος στα δανικά - vedvarende, af vedvarende, forlænges, for vedvarende, fornyes
Τυχαίες λέξεις
Ανανέωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fornyelse, forlængelse, fornyelsen, fornyelse af, fornyet
Μεταφράσεις: fornyelse, forlængelse, fornyelsen, fornyelse af, fornyet