Ανανέωση στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανανέωση, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinti, pratęsimo, atnaujinimui
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανανέωση
ανανέωση ταυτότητας, ανανέωση cosmote, ανανέωση διπλώματος οδήγησης τιμη, ανανέωση διπλώματος, ανανέωση βιβλιαρίου ικα 2014, ανανέωση λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανανέωση στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αναμφισβήτητα στα λιθουανικά - neginčijamai, neabejotinai, neginčytinai, neginčijama
- αναμόρφωση στα λιθουανικά - reformacija, pertvarkymas, Reformacijos, reformavimas
- ανανεώνω στα λιθουανικά - atnaujinti, atsigaivinti, pasistiprinti, atgaivinti, atvėsinti
- ανανεώσιμος στα λιθουανικά - atsinaujinanti, atsinaujinančių, atsinaujinantys, atsinaujinančios, pratęsta
Τυχαίες λέξεις
Ανανέωση στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinti, pratęsimo, atnaujinimui
Μεταφράσεις: atnaujinimas, atnaujinimo, atnaujinti, pratęsimo, atnaujinimui