Ανανέωση στα εσθονικά
Μετάφραση: ανανέωση, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
uuendamine, pikendus, uuendamisel, uuendamise, pikendamise, uuendamist
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανανέωση
ανανέωση ταυτότητας, ανανέωση cosmote, ανανέωση διπλώματος οδήγησης τιμη, ανανέωση διπλώματος, ανανέωση βιβλιαρίου ικα 2014, ανανέωση λεξικό γλώσσας εσθονικά, ανανέωση στα εσθονικά
Μεταφράσεις
- αναμφισβήτητα στα εσθονικά - kahtlemata, vaieldamatult, on vaieldamatult, vaieldamatu, põhjal vaieldamatult
- αναμόρφωση στα εσθονικά - reformatsioon, parandamine, uuendus, muutmine, ümberkujundamine
- ανανεώνω στα εσθονικά - värskendama, Värskenda, värskendussagedus, refresh, värskendamine
- ανανεώσιμος στα εσθονικά - taastuv, pikendatav, uuendatav, taastuvate, taastuvatest, taastuvenergia
Τυχαίες λέξεις
Ανανέωση στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: uuendamine, pikendus, uuendamisel, uuendamise, pikendamise, uuendamist
Μεταφράσεις: uuendamine, pikendus, uuendamisel, uuendamise, pikendamise, uuendamist