Ανανέωση στα ιταλικά
Μετάφραση: ανανέωση, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
allungamento, rinnovamento, rinnovo, di rinnovo, il rinnovo, di rinnovamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανανέωση
ανανέωση ταυτότητας, ανανέωση cosmote, ανανέωση διπλώματος οδήγησης τιμη, ανανέωση διπλώματος, ανανέωση βιβλιαρίου ικα 2014, ανανέωση λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανανέωση στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- αναμφισβήτητα στα ιταλικά - indiscutibilmente, incontestabilmente, dubbio, senza dubbio, indubbiamente
- αναμόρφωση στα ιταλικά - riforma, della Riforma, riformazione, di riforma
- ανανεώνω στα ιταλικά - rinfrescare, Aggiorna, aggiornamento, di aggiornamento, Refresh
- ανανεώσιμος στα ιταλικά - rinnovabile, rinnovabili, fonti rinnovabili, da fonti rinnovabili
Τυχαίες λέξεις
Ανανέωση στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: allungamento, rinnovamento, rinnovo, di rinnovo, il rinnovo, di rinnovamento
Μεταφράσεις: allungamento, rinnovamento, rinnovo, di rinnovo, il rinnovo, di rinnovamento