Αντέχω στα δανικά

Μετάφραση: αντέχω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tåle, vare, stå, står, stand, skiller, skiller sig
Αντέχω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αντέχω

αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω αγγλικά, αντέχω ησαίας ματιάμπα στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω πολύ, αντέχω λεξικό γλώσσας δανικά, αντέχω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανοχή στα δανικά - tolerance, tolerancen, tolerance over
  • ανούσιος στα δανικά - usmagelige, ækle, misliebige, usmagelig, usmageligt
  • αντήχηση στα δανικά - ekko, genlyd, efterklang, efterklangstid, efterklangstiden, genklang, rumklang
  • αντίβαρο στα δανικά - modvægt, kontravægt, kontravægten, modvægten, kontravægte
Τυχαίες λέξεις
Αντέχω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tåle, vare, stå, står, stand, skiller, skiller sig