Αντέχω στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αντέχω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
padecer, sustentar, resistir, continuar, durar, suportar, dotar, dote, suporte, ficar, estar, pé
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντέχω
αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω αγγλικά, αντέχω ησαίας ματιάμπα στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω πολύ, αντέχω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αντέχω στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανοχή στα πορτογαλικά - tolerância, a tolerância, de tolerância, tolerância a, tolerância à
- ανούσιος στα πορτογαλικά - desagradável, repugnante, unsavory, insípido, repulsivo
- αντήχηση στα πορτογαλικά - eclesiástico, eco, reverberação, de reverberação, reverberation, a reverberação, repercussão
- αντίβαρο στα πορτογαλικά - contrapeso, de contrapeso, do contrapeso, contrapesos, o contrapeso
Τυχαίες λέξεις
Αντέχω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: padecer, sustentar, resistir, continuar, durar, suportar, dotar, dote, suporte, ficar, estar, pé
Μεταφράσεις: padecer, sustentar, resistir, continuar, durar, suportar, dotar, dote, suporte, ficar, estar, pé