Αντίκρισμα στα δανικά
Μετάφραση: αντίκρισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sikkerhed, værd, umagen værd, betale, betale sig, værdifuldt
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αντίκρισμα
έχει αντίκρισμα, αντίκρισμα english, αντίκρισμα συνώνυμο, αντίκρισμα σημασια, αντίκρισμα σε χρυσό, αντίκρισμα λεξικό γλώσσας δανικά, αντίκρισμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- αντίθετο στα δανικά - modsat, modsatte, overfor, over for, modstående
- αντίθετος στα δανικά - modsætning, imod, i modsætning, modsat, stedet
- αντίκρουση στα δανικά - tilbagevisning, modbevis, afkræftelse, tilbagevise, afkræftelsen
- αντίκτυπο στα δανικά - virkning, indvirkning, effekt, virkningen, virkninger
Τυχαίες λέξεις
Αντίκρισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sikkerhed, værd, umagen værd, betale, betale sig, værdifuldt
Μεταφράσεις: sikkerhed, værd, umagen værd, betale, betale sig, værdifuldt