Αποκλείω στα δανικά

Μετάφραση: αποκλείω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forbud, udelukke, udelukker, eksklusive, udelukkes, undtage
Αποκλείω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλείω

αποκλείω ετυμολογια, αποκλείω κλίση, αποκλείω dictionary, αποκλείω μετάφραση, αποκλείω αγγλικά, αποκλείω λεξικό γλώσσας δανικά, αποκλείω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αποκηρύσσω στα δανικά - afsværge, tilbagekalde, recant, sine ord tilbage, tage sine ord tilbage
  • αποκλίνω στα δανικά - afviger, divergerer, afvige, divergere
  • αποκλεισμός στα δανικά - forbud, udelukkelse, udstødelse, udelukkelsen, undtagelse
  • αποκλειστικά στα δανικά - udelukkende, kun, alene, udelukkende er, der udelukkende
Τυχαίες λέξεις
Αποκλείω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forbud, udelukke, udelukker, eksklusive, udelukkes, undtage