Αποκλείω στα ισλανδικά

Μετάφραση: αποκλείω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
bann, án, er án, allir, útiloka, að útiloka
Αποκλείω στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αποκλείω

αποκλείω ετυμολογια, αποκλείω κλίση, αποκλείω dictionary, αποκλείω μετάφραση, αποκλείω αγγλικά, αποκλείω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αποκλείω στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αποκηρύσσω στα ισλανδικά - recant
  • αποκλίνω στα ισλανδικά - víki, munur, stangast, stangast á, munur er
  • αποκλεισμός στα ισλανδικά - bann, útilokun, útskúfun, útiloka, útilokun á, einangrun
  • αποκλειστικά στα ισλανδικά - einungis, eingöngu, einvörðungu, alfarið, eingöngu í
Τυχαίες λέξεις
Αποκλείω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: bann, án, er án, allir, útiloka, að útiloka