Απονομή στα δανικά

Μετάφραση: απονομή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tildeling, tildelingen, Indroemmelse, indrømmelsen
Απονομή στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απονομή

απονομή χάριτος, απονομή κυπέλλου, απονομή φιλιππίδη, απονομή δικαιοσύνης, απονομή βραβείων πατρινού καρναβαλιού 2014, απονομή λεξικό γλώσσας δανικά, απονομή στα δανικά

Μεταφράσεις

  • απομόνωση στα δανικά - gribe, kobling, isolation, isoleret, isolering, isoleringen, isolationen
  • απονέμω στα δανικά - fordele, udmåle, mete, udmåler, maale, at udmåle
  • αποξένωση στα δανικά - fremmedgørelse, afhændelse, fremmedgørelsen, fremmedgjorthed
  • αποξενώνω στα δανικά - Estrange
Τυχαίες λέξεις
Απονομή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tildeling, tildelingen, Indroemmelse, indrømmelsen