Απονομή στα ολλανδικά

Μετάφραση: απονομή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
toekenning, verlening, de verlening, bevoegdheidstoekenning, attributie
Απονομή στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απονομή

απονομή χάριτος, απονομή κυπέλλου, απονομή φιλιππίδη, απονομή δικαιοσύνης, απονομή βραβείων πατρινού καρναβαλιού 2014, απονομή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, απονομή στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • απομόνωση στα ολλανδικά - bemachtigen, grijpen, koppeling, isolatie, isolering, isolement, geïsoleerd, ...
  • απονέμω στα ολλανδικά - ronddelen, doorsmeren, ontvouwen, uitdelen, beheren, verbreiden, besmeren, ...
  • αποξένωση στα ολλανδικά - vervreemding, de vervreemding, vervreemden, overdracht
  • αποξενώνω στα ολλανδικά - vervreemden, Estrange, vervreemdt, Estrange is
Τυχαίες λέξεις
Απονομή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: toekenning, verlening, de verlening, bevoegdheidstoekenning, attributie