Απορρόφηση στα δανικά
Μετάφραση: απορρόφηση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
absorption, absorptionen, optagelse, optagelsen, absorbering
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απορρόφηση
απορρόφηση επε από αε, απορρόφηση ασβεστίου, απορρόφηση χρωμάτων, απορρόφηση εσπα, απορρόφηση υγρασίας, απορρόφηση λεξικό γλώσσας δανικά, απορρόφηση στα δανικά
Μεταφράσεις
- απορροφητικός στα δανικά - absorberende, absorbent, sugende
- απορροφώ στα δανικά - tilrane, engross, fordybe, tilrane sig, to fordybe
- αποσαφηνίζω στα δανικά - forklare, klarlægge, afklare, præcisere, tydeliggøre
- αποσβολώνω στα δανικά - døs, daze, fortumlet, rundtosset
Τυχαίες λέξεις
Απορρόφηση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: absorption, absorptionen, optagelse, optagelsen, absorbering
Μεταφράσεις: absorption, absorptionen, optagelse, optagelsen, absorbering