Αποτολμώ στα δανικά
Μετάφραση: αποτολμώ, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
tilfælde, held, fare, risiko, venture, risikovillig, venturet
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αποτολμώ
αποτολμώ συνώνυμα, αποτελώ συνώνυμο, αποτολμώ λεξικό γλώσσας δανικά, αποτολμώ στα δανικά
Μεταφράσεις
- αποτεφρώνω στα δανικά - forbrænde, brænde, brændes, afbrænde, forbrænder
- αποτιμώ στα δανικά - værdsat, værdiansættes, vurderet, vurderes, værdiansat
- αποτρέπω στα δανικά - forhindre, hindre, afskrække, afholde, afværge
- αποτροπιαστικός στα δανικά - afskyelige, afskyeligt, afskyelig, afskyvækkende, frastødende
Τυχαίες λέξεις
Αποτολμώ στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: tilfælde, held, fare, risiko, venture, risikovillig, venturet
Μεταφράσεις: tilfælde, held, fare, risiko, venture, risikovillig, venturet