Απύθμενος στα δανικά
Μετάφραση: απύθμενος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bundløs, bundløse, bottomless, bundløst, uden bund
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: απύθμενος
απύθμενος συνωνυμο, απύθμενος συνώνυμα, απύθμενος λεξικό γλώσσας δανικά, απύθμενος στα δανικά
Μεταφράσεις
- απόφοιτος στα δανικά - graduate, kandidat, uddannet, kandidatniveau
- απόχρωση στα δανικά - toning, farvetone, nuance, tone, skær
- απώλεια στα δανικά - tab, tabet, underskud, tab af
- απών στα δανικά - fraværende, stede, til stede, mangler, fravær
Τυχαίες λέξεις
Απύθμενος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bundløs, bundløse, bottomless, bundløst, uden bund
Μεταφράσεις: bundløs, bundløse, bottomless, bundløst, uden bund