Απύθμενος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: απύθμενος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
sem fundo, insondável, fundo, bottomless, sem fim
Απύθμενος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: απύθμενος

απύθμενος συνωνυμο, απύθμενος συνώνυμα, απύθμενος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, απύθμενος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • απόφοιτος στα πορτογαλικά - gradualmente, graduado, graduar, diplomado, graduação
  • απόχρωση στα πορτογαλικά - matiz, tonalidade, tom, coloração, cor
  • απώλεια στα πορτογαλικά - défice, perdas, abismar-se, perda, perda de, a perda, prejuízo
  • απών στα πορτογαλικά - ausente, ausentes, ausência, ausência de, inexistente
Τυχαίες λέξεις
Απύθμενος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: sem fundo, insondável, fundo, bottomless, sem fim