Αρετή στα δανικά
Μετάφραση: αρετή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
dyd, henhold, kraft, medfør, grund
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρετή
αρετή κετιμέ, αρετή γεωργιλή, αρετή κοσμίδου facebook, αρετή κοσμίδου so cruel, αρετή κοσμίδου the voice, αρετή λεξικό γλώσσας δανικά, αρετή στα δανικά
Μεταφράσεις
- αργόσχολος στα δανικά - dagdriver, loafer, døgenigt, hyttesko
- αρδεύω στα δανικά - overrisle, vande, skylles, vanding, overrisling
- αριθμητική στα δανικά - regning, aritmetiske, aritmetisk, gennemsnit, aritmetik
- αριθμός στα δανικά - figur, tal, ciffer, taltegn, antal, nummer, nummerere, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρετή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: dyd, henhold, kraft, medfør, grund
Μεταφράσεις: dyd, henhold, kraft, medfør, grund