Αρετή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: αρετή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
virtude, força, termos, devido, a virtude
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αρετή
αρετή κετιμέ, αρετή γεωργιλή, αρετή κοσμίδου facebook, αρετή κοσμίδου so cruel, αρετή κοσμίδου the voice, αρετή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αρετή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- αργόσχολος στα πορτογαλικά - vadio, preguiçoso, loafer, vadia, vagabundo
- αρδεύω στα πορτογαλικά - irrigar, molhar, ferro, férreo, irrigação, regar, irrigate, ...
- αριθμητική στα πορτογαλικά - aritmética, aritmético, a aritmética, aritmética de, aritméticas
- αριθμός στα πορτογαλικά - cifra, numerar, algarismo, número, figurativo, figura, entorpecer, ...
Τυχαίες λέξεις
Αρετή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: virtude, força, termos, devido, a virtude
Μεταφράσεις: virtude, força, termos, devido, a virtude