Ασθένεια στα δανικά
Μετάφραση: ασθένεια, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
sygdom, sygdommen, sygdomme, disease
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ασθένεια
ασθένεια η τέλεια λύση που βρίσκει ο εγκέφαλος, ασθένεια huntington, ασθένεια του crohn, ασθένεια λύκος, ασθένεια εργαζομένου, ασθένεια λεξικό γλώσσας δανικά, ασθένεια στα δανικά
Μεταφράσεις
- ασημί στα δανικά - sølvtøj, sølv, Silver, sølv bruger, af Silver
- ασημαντότητα στα δανικά - ubetydelighed, ringe, ubetydelige, lidenhed, Ringhed
- ασθενής στα δανικά - tålmodig, patient, patienten, patientens
- ασθενικός στα δανικά - svag, sygelig, svageligt, syg, sygelige, sygeligt
Τυχαίες λέξεις
Ασθένεια στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: sygdom, sygdommen, sygdomme, disease
Μεταφράσεις: sygdom, sygdommen, sygdomme, disease