Αυνανισμός στα δανικά
Μετάφραση: αυνανισμός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
onani, masturbation, bedste af Onani, De bedste af Onani
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυνανισμός
αυνανίσμος τροποι, αυνανίσμος και θρησκεια, αυνανίσμος ανδρων, αυνανίσμος γυναικων, αυνανίσμος αμαρτια, αυνανισμός λεξικό γλώσσας δανικά, αυνανισμός στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυλόπορτα στα δανικά - låge, port, dør, gate, porten, indgangen, gaten
- αυλός στα δανικά - rør, pibe, fløjte, fløjten, flute, tværfløjte
- αυξάνομαι στα δανικά - stige, ske, vokse, bjerg, blive, vokser, dyrke, ...
- αυξάνω στα δανικά - stige, tiltagende, tiltage, øge, vokse, vokser, dyrke, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυνανισμός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: onani, masturbation, bedste af Onani, De bedste af Onani
Μεταφράσεις: onani, masturbation, bedste af Onani, De bedste af Onani