Αυνανισμός στα ολλανδικά
Μετάφραση: αυνανισμός, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
masturbatie, Masturbation, masturberen, zelfbevrediging
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυνανισμός
αυνανίσμος τροποι, αυνανίσμος και θρησκεια, αυνανίσμος ανδρων, αυνανίσμος γυναικων, αυνανίσμος αμαρτια, αυνανισμός λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυνανισμός στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αυλόπορτα στα ολλανδικά - draaihek, poort, deur, gate, hek, de poort
- αυλός στα ολλανδικά - kanaal, steel, fluit, roer, leidingen, pijp, slang, ...
- αυξάνομαι στα ολλανδικά - verbouwen, aankweken, aanwassen, opstaan, beklimming, zetten, toenemen, ...
- αυξάνω στα ολλανδικά - verhoging, verergeren, ophogen, verheffen, bevorderen, aandikken, toename, ...
Τυχαίες λέξεις
Αυνανισμός στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: masturbatie, Masturbation, masturberen, zelfbevrediging
Μεταφράσεις: masturbatie, Masturbation, masturberen, zelfbevrediging