Αυνανισμός στα ουγγρικά
Μετάφραση: αυνανισμός, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
maszturbáció, önkielégítés, a maszturbáció, maszturbációt, masturbation
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυνανισμός
αυνανίσμος τροποι, αυνανίσμος και θρησκεια, αυνανίσμος ανδρων, αυνανίσμος γυναικων, αυνανίσμος αμαρτια, αυνανισμός λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αυνανισμός στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αυλόπορτα στα ουγγρικά - kapu, kaput, kapun, kapuja, gate
- αυλός στα ουγγρικά - furulya, fuvola, fuvolára, fuvolán, fuvolát
- αυξάνομαι στα ουγγρικά - felemelkedés, hátasló, feltörés, fizetésemelés, béremelés, emelkedés, foglalat, ...
- αυξάνω στα ουγγρικά - nő, növekszik, növekedni, nőnek, nőni
Τυχαίες λέξεις
Αυνανισμός στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: maszturbáció, önkielégítés, a maszturbáció, maszturbációt, masturbation
Μεταφράσεις: maszturbáció, önkielégítés, a maszturbáció, maszturbációt, masturbation