Αυστηρά στα δανικά
Μετάφραση: αυστηρά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
strengt, nøje, er strengt, absolut, udelukkende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυστηρά
αυστηρά για mcs, αυστηρά μέτρα κατά της διαδικτυακής πειρατείας, αυστηρά λεξικό γλώσσας δανικά, αυστηρά στα δανικά
Μεταφράσεις
- αυξάνω στα δανικά - stige, tiltagende, tiltage, øge, vokse, vokser, dyrke, ...
- αυξομειώνω στα δανικά - svinger, varierer, fluktuerer, svingende, udsving
- αυστηρός στα δανικά - stiv, streng, alvorlig, svær, alvorlige, alvorligt, svært
- αυστηρότητα στα δανικά - strenghed, strenge, stringens, strengheden, hvor strenge
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: strengt, nøje, er strengt, absolut, udelukkende
Μεταφράσεις: strengt, nøje, er strengt, absolut, udelukkende