Αυστηρά στα ολλανδικά
Μετάφραση: αυστηρά, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
strikt, streng, strikte, strengste, ten strengste
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αυστηρά
αυστηρά για mcs, αυστηρά μέτρα κατά της διαδικτυακής πειρατείας, αυστηρά λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αυστηρά στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αυξάνω στα ολλανδικά - verhoging, verergeren, ophogen, verheffen, bevorderen, aandikken, toename, ...
- αυξομειώνω στα ολλανδικά - fluctueert, schommelt, varieert, fluctueren, schommelen
- αυστηρός στα ολλανδικά - somber, naargeestig, star, strak, zitvlak, achterste, mistroostig, ...
- αυστηρότητα στα ολλανδικά - strengheid, strafheid, hardheid, striktheid, nauwgezetheid, gestrengheid, strictness
Τυχαίες λέξεις
Αυστηρά στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: strikt, streng, strikte, strengste, ten strengste
Μεταφράσεις: strikt, streng, strikte, strengste, ten strengste