Αυτόματο στα δανικά

Μετάφραση: αυτόματο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
robot, automatisk, automatiske, den automatiske
Αυτόματο στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αυτόματο

αυτόματο αυτοκίνητο, αυτόματο κείμενο word 2007, αυτόματο πότισμα γκαζόν, αυτόματο πότισμα για γλάστρες, αυτόματο πότισμα, αυτόματο λεξικό γλώσσας δανικά, αυτόματο στα δανικά

Μεταφράσεις

  • αυτό στα δανικά - det, denne, den, dette, nærværende
  • αυτόγραφο στα δανικά - autograf, Autograph, autografer, autografe
  • αυτόν στα δανικά - ham, han, sig, boldens
  • αυτόνομος στα δανικά - selvstændig, autonom, autonome, selvstændigt, autonomt
Τυχαίες λέξεις
Αυτόματο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: robot, automatisk, automatiske, den automatiske