Βλέπω στα δανικά

Μετάφραση: βλέπω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
se, vagtpost, ur, jf, kunne se, ser
Βλέπω στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βλέπω

βλέπω το σημερινό κόσμο, βλέπω κάτι όνειρα, βλέπω θολά από το ένα μάτι, βλέπω ανθρώπους που δεν είναι υποψήφιοι, βλέπω το θάνατό σου, βλέπω λεξικό γλώσσας δανικά, βλέπω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βλάπτω στα δανικά - beskadige, skade, ondt, såre, såret, til skade
  • βλέμμα στα δανικά - betragte, blik, afvente, se, ser, kigge, at se, ...
  • βλέψη στα δανικά - sigte, ærgerrighed, ambition, mål, hensigt, aspiration, ønske, ...
  • βλήμα στα δανικά - raket, projektil, projektilet, projektilets, et projektil
Τυχαίες λέξεις
Βλέπω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: se, vagtpost, ur, jf, kunne se, ser