Βούρτσα στα δανικά

Μετάφραση: βούρτσα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen
Βούρτσα στα δανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: βούρτσα

βούρτσα μαλλιών θερμού αέρα perfect, βούρτσα με φυσική τρίχα, βούρτσα μαλλιών, βούρτσα slicker για τα κουνέλια, βούρτσα satin hair της braun, βούρτσα λεξικό γλώσσας δανικά, βούρτσα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • βούλα στα δανικά - tyr, klat, plads, punkt, plet, han, opdage, ...
  • βούληση στα δανικά - vilje, vil
  • βούτυρο στα δανικά - smør, smoer, smørret, smør med
  • βράγχιο στα δανικά - gælle, Gill, hildingsgarn, for hildingsgarn
Τυχαίες λέξεις
Βούρτσα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: børste, krat, pensel, børsten, brush, penslen