Βρόγχος στα δανικά
Μετάφραση: βρόγχος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
bronkier, bronkie, bronchus, bronchier, bronkien
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρόγχος
βρόγχος ή βρόχος, επαγωγικός βρόχος, ατέρμονος βρόγχος, βρόχος υστέρησης, ατέρμονας βρόχος, βρόγχος λεξικό γλώσσας δανικά, βρόγχος στα δανικά
Μεταφράσεις
- βρυχηθμός στα δανικά - brus, brøl, Roar, brusen, brølet, brølen
- βρυχώμαι στα δανικά - brus, brøl, Roar, brusen, brølet, brølen
- βρόμα στα δανικά - stank, Niff
- βρόμη στα δανικά - havre, gryn
Τυχαίες λέξεις
Βρόγχος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: bronkier, bronkie, bronchus, bronchier, bronkien
Μεταφράσεις: bronkier, bronkie, bronchus, bronchier, bronkien