Βρόγχος στα ολλανδικά
Μετάφραση: βρόγχος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
breisteek, maas, strik, steek, luchtpijpvertakking, bronchie, bronchus, bronchiën, de bronchus
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: βρόγχος
βρόγχος ή βρόχος, επαγωγικός βρόχος, ατέρμονος βρόγχος, βρόχος υστέρησης, ατέρμονας βρόχος, βρόγχος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, βρόγχος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- βρυχηθμός στα ολλανδικά - loeien, bulderen, brullen, daveren, gebrul, gebulder, geraas, ...
- βρυχώμαι στα ολλανδικά - loeien, brullen, bulderen, daveren, gebrul, gebulder, geraas, ...
- βρόμα στα ολλανδικά - stinken, stank, NIFF
- βρόμη στα ολλανδικά - haver, van haver
Τυχαίες λέξεις
Βρόγχος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: breisteek, maas, strik, steek, luchtpijpvertakking, bronchie, bronchus, bronchiën, de bronchus
Μεταφράσεις: breisteek, maas, strik, steek, luchtpijpvertakking, bronchie, bronchus, bronchiën, de bronchus