Γέμισμα στα δανικά
Μετάφραση: γέμισμα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
kors, kryds, fyld, udstopning, stopning, stuffing, fyldet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γέμισμα
γέμισμα ρυτίδων, γέμισμα μελανιών, γέμισμα φιάλης υγραερίου, γέμισμα μελανιών θεσσαλονίκη, γέμισμα μαξιλαριών, γέμισμα λεξικό γλώσσας δανικά, γέμισμα στα δανικά
Μεταφράσεις
- γάτα στα δανικά - kat, katten, cat, katte
- γέλια στα δανικά - latter, griner, grin, ler
- γένεση στα δανικά - Genesis, tilblivelse, tilblivelsen, Mosebog, Første Mosebog
- γένι στα δανικά - skæg, skægget, beard, fuldskæg
Τυχαίες λέξεις
Γέμισμα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: kors, kryds, fyld, udstopning, stopning, stuffing, fyldet
Μεταφράσεις: kors, kryds, fyld, udstopning, stopning, stuffing, fyldet