Γέμισμα στα ολλανδικά

Μετάφραση: γέμισμα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
kruising, kruisen, vulling, kruis, vullen, stuffing, het vullen, vulsel
Γέμισμα στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέμισμα

γέμισμα ρυτίδων, γέμισμα μελανιών, γέμισμα φιάλης υγραερίου, γέμισμα μελανιών θεσσαλονίκη, γέμισμα μαξιλαριών, γέμισμα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γέμισμα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γάτα στα ολλανδικά - poes, vent, kat, knul, cat, katten, de Kat, ...
  • γέλια στα ολλανδικά - hilariteit, lachbui, gelach, lacht, gelachen, lach, lachen
  • γένεση στα ολλανδικά - scheppingsboek, genesis, Genesis, ontstaan, wordingsgeschiedenis, wording, genese
  • γένι στα ολλανδικά - baard, beard, de baard
Τυχαίες λέξεις
Γέμισμα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: kruising, kruisen, vulling, kruis, vullen, stuffing, het vullen, vulsel