Γένεση στα δανικά

Μετάφραση: γένεση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
Genesis, tilblivelse, tilblivelsen, Mosebog, Første Mosebog
Γένεση στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γένεση

γένεση εξέλιξη, γένεση γέννηση, γένεση τησ τραγωδίασ, γένεση της κύπρου, γένεση παλαιά διαθήκη, γένεση λεξικό γλώσσας δανικά, γένεση στα δανικά

Μεταφράσεις

  • γέλια στα δανικά - latter, griner, grin, ler
  • γέμισμα στα δανικά - kors, kryds, fyld, udstopning, stopning, stuffing, fyldet
  • γένι στα δανικά - skæg, skægget, beard, fuldskæg
  • γένια στα δανικά - stubbe, skægstubbe, stub, stubben, Halm
Τυχαίες λέξεις
Γένεση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: Genesis, tilblivelse, tilblivelsen, Mosebog, Første Mosebog