Δροσιστικός στα δανικά
Μετάφραση: δροσιστικός, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
forfriskende, opfriskende, frisk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δροσιστικός
δροσιστικός λεξικό γλώσσας δανικά, δροσιστικός στα δανικά
Μεταφράσεις
- δρομολόγιο στα δανικά - rejseplan, rute, rejserute, rejseruten, strækning
- δροσερός στα δανικά - frisk, sund, kølig, fræk, køligt, kølige, koldt, ...
- δρόμος στα δανικά - vej, rute, gade, vejen, road, landevej
- δρόσος στα δανικά - dug, dew, duggen
Τυχαίες λέξεις
Δροσιστικός στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: forfriskende, opfriskende, frisk
Μεταφράσεις: forfriskende, opfriskende, frisk