Δροσιστικός στα νορβηγικά
Μετάφραση: δροσιστικός, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forfriskende, oppfriskende
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δροσιστικός
δροσιστικός λεξικό γλώσσας νορβηγικά, δροσιστικός στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- δρομολόγιο στα νορβηγικά - reiserute, reiser, reiseruten, uten, reiserute Lokal
- δροσερός στα νορβηγικά - kjølig, fersk, kjøle, frisk, sval, kul, kult, ...
- δρόμος στα νορβηγικά - vei, rute, veg, gate, veien, road
- δρόσος στα νορβηγικά - dugg, dogg, Dew, duggen
Τυχαίες λέξεις
Δροσιστικός στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: forfriskende, oppfriskende
Μεταφράσεις: forfriskende, oppfriskende