Δροσιστικός στα πορτογαλικά

Μετάφραση: δροσιστικός, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refrescante, refrescar, refrescamento, refrescando, de refrescamento
Δροσιστικός στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δροσιστικός

δροσιστικός λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, δροσιστικός στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • δρομολόγιο στα πορτογαλικά - itinerário, roteiro, itinerário de, percurso, itinerary
  • δροσερός στα πορτογαλικά - recente, fresco, frequentemente, arrefecer, novo, legal, fresca, ...
  • δρόμος στα πορτογαλικά - via, aerodinâmico, estradas, levantar, caminho, rota, estrada, ...
  • δρόσος στα πορτογαλικά - rocio, orvalho, de orvalho, condensação, de condensação, orvalho da
Τυχαίες λέξεις
Δροσιστικός στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: refrescante, refrescar, refrescamento, refrescando, de refrescamento