Δυσχεραίνω στα δανικά
Μετάφραση: δυσχεραίνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
hæmmer, spånkurve, Kurve, hæmsko
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσχεραίνω
δυσχεραίνω translation, δυσχεραίνω λεξικο, δυσχεραίνω αγγλικα, δυσχεραίνω αντωνυμο, δυσχεραίνω συνώνυμα, δυσχεραίνω λεξικό γλώσσας δανικά, δυσχεραίνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- δυσφορία στα δανικά - ubehag, gener, ubehaget, ubehag i
- δυσχέρεια στα δανικά - vanskelighed, vanskeligheder, svært, vanskeligt, svært ved
- δυσωδία στα δανικά - stank, stanken, lugten
- δυτικός στα δανικά - vestre, vestlig, western, vestlige, det vestlige, vestlige del
Τυχαίες λέξεις
Δυσχεραίνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: hæmmer, spånkurve, Kurve, hæmsko
Μεταφράσεις: hæmmer, spånkurve, Kurve, hæmsko