Δυσχεραίνω στα ολλανδικά
Μετάφραση: δυσχεραίνω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
belemmert, kerstpakketten, manden, belemmert de
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: δυσχεραίνω
δυσχεραίνω translation, δυσχεραίνω λεξικο, δυσχεραίνω αγγλικα, δυσχεραίνω αντωνυμο, δυσχεραίνω συνώνυμα, δυσχεραίνω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, δυσχεραίνω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- δυσφορία στα ολλανδικά - ongemak, ongerief, ongemakken, pijn, onbehagen, hinder
- δυσχέρεια στα ολλανδικά - bezwaar, moeilijkheid, strubbeling, Moeilijkheidsgraad, moeilijkheden, moeite, moeilijk
- δυσωδία στα ολλανδικά - stank, de stank, stankoverlast
- δυτικός στα ολλανδικά - westers, westelijk, western, westelijke, westerse
Τυχαίες λέξεις
Δυσχεραίνω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: belemmert, kerstpakketten, manden, belemmert de
Μεταφράσεις: belemmert, kerstpakketten, manden, belemmert de