Ειδύλλιο στα δανικά
Μετάφραση: ειδύλλιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
romance, Romantik, Romantisk, Kærlighed, Kæreste
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ειδύλλιο
ειδύλλιο λεξικό, ειδύλλιο των τριών βασιλείων, ειδύλλιο του master chef, ειδύλλιο γεννήθηκε στο reality μαγειρικής, καλοκαιρινό ειδύλλιο, ειδύλλιο λεξικό γλώσσας δανικά, ειδύλλιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- ειδυλλιακός στα δανικά - idyllisk, idylliske
- ειδωλοσκόπιο στα δανικά - eidoloskopio
- εικάζω στα δανικά - formodninger, formodning, gisninger, formodningen
- εικασία στα δανικά - antage, gætte, gætterier, gætværk, gætteri, gætteriet
Τυχαίες λέξεις
Ειδύλλιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: romance, Romantik, Romantisk, Kærlighed, Kæreste
Μεταφράσεις: romance, Romantik, Romantisk, Kærlighed, Kæreste