Ειδύλλιο στα ολλανδικά
Μετάφραση: ειδύλλιο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
idylle, romance, Romantiek, romaans, Romantisch, roman
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ειδύλλιο
ειδύλλιο λεξικό, ειδύλλιο των τριών βασιλείων, ειδύλλιο του master chef, ειδύλλιο γεννήθηκε στο reality μαγειρικής, καλοκαιρινό ειδύλλιο, ειδύλλιο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ειδύλλιο στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ειδυλλιακός στα ολλανδικά - idyllisch, idyllische, een idyllische
- ειδωλοσκόπιο στα ολλανδικά - eidoloskopio
- εικάζω στα ολλανδικά - gissing, vermoeden, gissen, gissingen, vermoedens
- εικασία στα ολλανδικά - raden, stellen, aannemen, doorzien, gissen, veronderstellen, gissing, ...
Τυχαίες λέξεις
Ειδύλλιο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: idylle, romance, Romantiek, romaans, Romantisch, roman
Μεταφράσεις: idylle, romance, Romantiek, romaans, Romantisch, roman