Εκκένωση στα δανικά
Μετάφραση: εκκένωση, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
udledning, decharge, udledningen, afladning, udtømning
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκένωση
εκκένωση ελασσόνας, εκκένωση εντέρου, εκκένωση των νησιών, εκκένωση αίγλης, εκκένωση τησ ερτ, εκκένωση λεξικό γλώσσας δανικά, εκκένωση στα δανικά
Μεταφράσεις
- εκθλίβω στα δανικά - emhætte, extractor, ekstraktor, ekstraktoren, ekstraktionsapparat
- εκθρονίζω στα δανικά - detronisere, afsætte, vippe, at detronisere
- εκκαθάριση στα δανικά - likvidation, afvikling, afviklingen, konkurs, likvidationen
- εκκαθαρίζω στα δανικά - forfine, Definer, raffinere, indsnævre, finpudse
Τυχαίες λέξεις
Εκκένωση στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: udledning, decharge, udledningen, afladning, udtømning
Μεταφράσεις: udledning, decharge, udledningen, afladning, udtømning