Εκκένωση στα ολλανδικά
Μετάφραση: εκκένωση, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ontlading, ontladen, kwijting, lozing, afvoer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εκκένωση
εκκένωση ελασσόνας, εκκένωση εντέρου, εκκένωση των νησιών, εκκένωση αίγλης, εκκένωση τησ ερτ, εκκένωση λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εκκένωση στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- εκθλίβω στα ολλανδικά - afkappen, afzuigkap, dampkap, extractor, trekker, extractie
- εκθρονίζω στα ολλανδικά - onttronen, te onttronen, troon te stoten, onttronen van, de troon te stoten
- εκκαθάριση στα ολλανδικά - liquidatie, vereffening, faillissement, de liquidatie, de vereffening
- εκκαθαρίζω στα ολλανδικά - afwikkelen, schoonmaken, opheffen, vereffenen, reinigen, liquideren, solveren, ...
Τυχαίες λέξεις
Εκκένωση στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ontlading, ontladen, kwijting, lozing, afvoer
Μεταφράσεις: ontlading, ontladen, kwijting, lozing, afvoer