Ελαττώνω στα δανικά
Μετάφραση: ελαττώνω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nedsætte, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ελαττώνω
βελτιώνω συνωνυμα, ελαττώνω συνωνυμα, ελαττώνω στα αγγλικα, ελαττώνω λεξικό γλώσσας δανικά, ελαττώνω στα δανικά
Μεταφράσεις
- ελαττωματικός στα δανικά - defekt, defekte, mangelfuld, mangelfulde, er defekt
- ελαττώνομαι στα δανικά - aftagende, retur, aftage, daler, i aftagende
- ελαφρόμυαλος στα δανικά - forfængelig, scatterbrained
- ελαφρύνω στα δανικά - besmykke
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nedsætte, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE
Μεταφράσεις: nedsætte, BATE, pyr, til BATE, er BATE, sommer BATE