Εναρμονίζω στα δανικά

Μετάφραση: εναρμονίζω, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
harmonisere, harmonisering, harmonisering af, en harmonisering, at harmonisere
Εναρμονίζω στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εναρμονίζω

εναρμονίζω συνώνυμα, εναρμονίζω λεξικό γλώσσας δανικά, εναρμονίζω στα δανικά

Μεταφράσεις

  • εναντιώνομαι στα δανικά - modsætte, modsætte sig, rejse indsigelse, indsigelse mod, gøre indsigelse
  • εναργής στα δανικά - tydelig, rydde, klar, lys, levende, livagtige, livlig, ...
  • ενασχόληση στα δανικά - hobby, beskæftigelse, erhverv, besættelse, besættelsen, erhvervet
  • ενδέκατος στα δανικά - elvte, ellevte
Τυχαίες λέξεις
Εναρμονίζω στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: harmonisere, harmonisering, harmonisering af, en harmonisering, at harmonisere